Τρίτη 6 Ιουνίου 2017

#6.Η πλαδαρότητα των υπάρξεων και η μελαγχολία της αντίστασης.

Η πλαδαρότητα των υπάρξεων και η μελαγχολία της αντίστασης.

«Ο κόσμος είναι μια σκηνή με απορρίμματα που τα παρασκήνια της καταρρέουν» .*

Ζούμε (σ)την δύση ενός κόσμου που βυθίζεται στην παρακμή.

Η πνευματική και συναισθηματική αντίσταση σε αυτό είναι ανώφελη.

Η «Μελαγχολία της Αντίστασης» του Λάσλο Κρασναχορκάι αποτελεί ένα ψυχογράφημα αυτού του κόσμου.


Σε έναν φαύλο κύκλο ακυρωμένων πράξεων και διαρκούς ματαίωσης, οι υπάρξεις αναβιώνουν μία ταλαιπωρία. Το άγχος της κούρασης και ο τρόμος μιας επικείμενης απογοήτευσης, απονοηματοδοτεί τον κόσμο σαν «όλον» και επιμερίζει την σκέψη, την ιδέα, το θυμικό και το συναίσθημα σε επιμέρους απροσδιόριστης μορφής καλούπια. Η μοναδική πραγματική επιλογή της ύπαρξης είναι το αν θα εξακολουθήσει να υπάρχει…

Δεν υπάρχει σκοπός, κάθε θέληση για δημιουργία πλανεύεται από τη λάγνα αναβολή. Επιδίωξη είναι μονάχα η ενστικτώδης επιβίωση. Και αποκτούμε ρευστότητα για να δραπετεύουμε από το ένα καλούπι στο άλλο ή πλαδαρότητα για να χωρέσουμε βιασμένα σε κάποιο. Ζωή ονομάζουμε την διαδικασία κίνησης ανάμεσα στις φόρμες.

Αγνοούμε συνειδητά πως ο κόσμος παίρνει ότι μορφή του δώσουμε κι εγκλωβισμένοι σε μία υπερ-αναλυτική πάρα-λογική αμέτρητων  και ατελείωτων υποδιαιρέσεων, ζούμε αποκλειστικά ως το περιεχόμενο αγκύλων και παρενθέσεων   στο σώμα ενός φανταστικού κειμένου που διαρκώς γράφεται αλλά ποτέ δεν αποτυπώνεται γιατί θα ήταν αδύνατο να διαβαστεί. Είμαστε ο πηλός, έχουμε και τα χέρια αλλά δανειζόμαστε ξένα χέρια για να αποκτήσουμε μορφή. Κατ΄ αποκοπή σε μια πραγματικότητα που έχει ροή και κανένα τέλος μας θρέφει η προσμονή για το τέλος. Γινόμαστε κόμποι σε ένα ατελείωτο σκοινί που πάνω τους δεν συγκρατείται τίποτε άλλο παρά μόνο η ανόητη αίσθηση πως έτσι κονταίνουμε το μήκος του. Λειτουργούμε -ψυχαναγκαστικά- ως η μοναδική εξαίρεση σε άπειρους κανόνες που ουσιαστικά ποτέ δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν, γιατί αρνούμαστε με πείσμα πως η μοναδική τάξη που πραγματικά υπάρχει –και την οποία ούτως ή άλλως δεν μπορούμε να εξυπηρετήσουμε- είναι αυτή του χάους. Και αποδίδουμε τιμές μαρτυρίου σε αυτή την τυφλότητα ενώ έχουμε απόλυτη συναίσθηση πως αυτός ο κόσμος κινείται στο σκοτάδι. Ελεύθεροι γαμημένοι μοιρολάτρες.

Όλο αυτό, ο καθένας από το δικό του μετερίζι, το βιώνει ως αντίσταση. Και προκαλεί μελαγχολία…

Μέσα από το λεκτικό χείμαρρο του Κρασναχορκάι αναδύονται περίτεχνα όλες εκείνες οι μορφές που προκύπτουν από τα καλούπια.


Υπάρξεις λεηλατημένες από ένα ακαθόριστο μα δεισιδαιμονικό αίσθημα φόβου, τροφοί προκαταλήψεων, «εξουθενωμένες από την κατάσταση συνεχούς εγρήγορσης στην οποία έπρεπε να βρίσκονται λόγω της μεγάλης ευαισθησίας τους στους οιωνούς καθώς και του οξυμένου αισθήματος μοναξιάς μέσα σε αυτό το εχθρικό περιβάλλον». «Οι σπιτόγατοι καταναλωτές οπερέτας, που περνούν τους εαυτούς τους ως την ελίτ της κοινωνίας», και που στην προσπάθεια τους να υπερασπιστούν έναν φτωχό και άβολο κομφορμισμό, συμπεριφέρονται σαν λεία στην αναζήτηση καταφυγίου καταλήγοντας αυτοεξόριστοι σε μία διαρκή κατάσταση πολιορκίας, ενώ «κρίνοντας μάταιο και περιττό να συνεχίσουν τον αγώνα, αρνούνται ακόμα και τα τελευταία ίχνη ανθρώπινης παρουσίας και είναι πεπεισμένοι πως αδειάζοντας τους δρόμους και τις πλατείες και τρυπώνοντας πίσω από τους παχιούς τοίχους των σπιτιών, ο κίνδυνος θα απομακρυνθεί.»


Άλλες,  που «με νοσηρή ανικανότητα και δειλή παθητικότητα….στην προοπτική μιας γενικής καινοτομίας και στην άσβεστη δίψα για αλλαγές θα μετατρέψουν την καταθλιπτική ανία της ζωής τους, τη ζυμωμένη με εγωιστική χαρά, σε ευγενές πάθος για το δημόσιο καλό.»

Τα πασπαρτού. Το γκρι ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο. Εκείνα τα απειροελάχιστα δευτερόλεπτα που το πορφυρό χρώμα του ουρανού δεν δηλώνει ανατολή μήτε και δύση. Αυτοί που δίνονται για να ανήκουν ώστε να μπορούν να πάρουν. Που σερβίρουν την ψυχή τους λες και είναι η πρέζα του άλλου, γιατί τους ευχαριστεί … να ευχαριστούν. Ηθικολάγνοι και παράλληλα τρωγλοδύτες μιας ρηξικέλευθης ηθικής που την μεταχειρίζονται σαν πλαστελίνη. Υπάρχουν ως μεταβλητές επιβιώνουν μόνο ως συναρτήσεις. Γιατί η ζωή είναι ένα παιχνίδι ρόλων και θα περάσουν από όλους αν χρειαστεί, προκειμένου να μπορέσουν κάποτε να νιώσουν κάτι από την ανήδονη απόλαυση της διανομής τους. Το σενάριο να είναι γραμμένο…και κάποιο καθεστώς να υπηρετούν. Τα μονίμως διαθέσιμα μέσα για την επιβολή οποιουδήποτε σκοπού. Ρουφιανεύουν ωμό ρεαλισμό χρησιμοποιώντας τη νεκρή γλώσσα δογμάτων που από καιρό έχουν σαπίσει. Μανιακοί πτωματολάτρες.


Κι εκείνοι, οι κακόμοιροι καλλιτέχνες… Οι προικισμένοι με το βαρύ φορτίο μιας ενόρασης που τους επιτρέπει να διακρίνουν «το τεράστιο κενό στα βλέμματα, την παντελή έλλειψη ζωτικότητας του πνεύματος των νέων, την μπόχα της διανοητικής αποχαύνωσης στην ατμόσφαιρα και το θλιβερό φορτίο της μικροπρέπειας, της αυταρέσκειας, και των χαμηλών φιλοδοξιών..».

Καταδικασμένοι να αποτυπώνουν την θλίψη, την πίκρα, την αηδία, την αδικία και τον πόνο στην ουσία προσφέρουν μια λυτρωτικά εξωραϊσμένη αντανάκλαση τους. Γιατί διεκδικούν την ανακούφιση προσφέροντας εκτόνωση. Αυτοί που, όταν ανακάλυψαν ότι «το να σκύβεις πάνω στο πρόβλημα, σημαίνει επιδίδομαι σε έναν οδυνηρό απελευθερωτικό αγώνα ενάντια σε μια ύστατη κι επίμονη αυταπάτη» αμέσως μετά επέλεξαν «την χάρη της θείας αδιαφορίας», αφού το κοινό πάντοτε ήταν και θα συνεχίσει να είναι ανίκανο και ανώριμο να αντικρίσει την υπέρτατη αλήθεια, την οποία όμως οι ίδιοι, επιμελώς, μπαζώνουν κάτω από  όγκους φανταχτερών απορριμμάτων.  Ιφιγένειες, μόνο επειδή στην θέα του βωμού γνωρίζουν πως θα αντικατασταθούν από κάποιο ελάφι. Τσιρκολάνοι που σπέρνουν την ψυχαγωγία της αμφιβολίας και της απόγνωσης, για να θερίσουν αυταρέσκεια και αυτοσυγχώρεση.


Και οι φέροντες τα «υγιή πνεύματα»… Αυτοί οι αριστοκράτες λόγιοι της τιποτολογίας! Η εκάστοτε διανόηση παγιδευμένη μόνιμα στην λίμπιντο μιας καταραμένης ανησυχίας. Που εξαντλεί την ενέργεια της στην κριτική αποδόμηση καθετί νεκρού για να διανύσει αφυδατωμένη, πλέον, το πράσινο μίλι της θλίψης, της απογοήτευσης και της αποτυχίας ώστε να παραδοθεί μεταμελημένη στην τιμωρητική καρέκλα, της σιωπής, της ακινησίας και της παραίτησης.

Αφού η γνώση, η κατανόηση και η συνειδητοποίηση πως «ερευνώντας δίχως ανάπαυλα και πηγαίνοντας ενάντια στη φύση των πραγμάτων, αντί να συνδέσει τον κόσμο σε μια προφανή τελεολογία, αλυσοδέθηκε η ίδια σε αυτόν» έρχεται πάντα αργά... Ενώ «έκανε λάθος όταν έκρινε πως το θεμέλιο της πραγματικότητας ήταν η αιώνια υποβάθμιση, αφού αυτό κατέφασκε στο γεγονός πως απέμεναν ακόμα θετικά πράγματα τη στιγμή που δεν υπήρχε τίποτε πια θετικό και πως αυτό το τοπίο στην έσχατη εκδοχή του, δεν είχε χάσει το νόημα του αλλά ήταν παντελώς άνευ νοήματος…»  

Αρνούμενη να αναγνωρίσει πως ο μεσσιανισμός, που με υποκριτική σεμνότητα εκπέμπει, είναι ακόμα ένα βάρβαρο συναίσθημα αυτοκαταπίεσης που πηγάζει από την παραδοχή του προφανούς και προδιαγεγραμμένου τέλους,  απολαμβάνει τον πόνο εθίζεται σε αυτόν και καταλήγει να αναπαριστά με προκλητική γλαφυρότητα την ειδεχθή αίσθηση της ματαιότητας κάθε δράσης. Αποσύρεται και αποφασισμένη «να ξεκουραστεί και να μην ξανασηκωθεί ποτέ αρκείται στην ανείπωτη ευτυχία της παραίτησης.»


Και παντού τριγύρω κι ενδιάμεσα, υπερχειλίζοντας κάθε κενό στις στενάχωρες φόρμες, μια πανσπερμία επαναστατημένων ονειροκρατών.

Υπάρξεις που ενώ κινούνται σαν αερικά, υπό το βάρος της σύγχυσης που τους προκαλεί η επαφή με την πραγματικότητα καταφεύγουν στο φαντασιακό, φορτώνοντάς  το, όμως, με θρησκευτικές προσμονές. Δραπετεύουν δηλαδή, από τα τρισάθλια δεσμά της καθημερινότητας για να καταλήξουν σιδηροδέσμιοι στα όνειρά τους. Αφού η πλήρης υποταγή στο προσωρινό, κίβδηλο και απόλυτα ανύπαρκτο-κατά την στιγμή που βιώνεται και σε σχέση με την πραγματικότητα- ευδαιμονικό συναίσθημα του ονείρου παράγει συμβάσεις αιχμαλωσίας και σε συνδυασμό με τον αναπόφευκτο φανατισμό που δημιουργεί η συνειδητή και συνάμα αλυτρωτική αντιδραστικότητα τους, στερεί από το όνειρο το μεγαλείο της δημιουργίας και την ελευθερία της πρωτοβουλίας υποβαθμίζοντάς το στις απαίσια πνιγηρές διαστάσεις ενός θρησκευτικού συναισθήματος.

Καταλήγουν ακούσιες και αδιάφορες ριπές ανέμου στο αργοβύθιστο κουφάρι ενός ναυαγίου  σε μια ήδη νεκρή και απάνεμη θάλασσα. Αναδεικνύοντας, μάλιστα, πως δεν υπάρχει καμία ποιοτική διαφορά ανάμεσα στο αν αυτές προέρχονται από ένα ευγενές πάθος και την άδολη αγάπη που προκαλεί η λαχτάρα για μια ζωή που θα μπορούσε να υπάρχει ή από ένα αγνό μίσος και την δίκαιη οργή που πηγάζει από ένα προπατορικό αίσθημα αδικίας για μια ζωή που δεν θα έπρεπε να υπάρχει…

Καμία άρνηση δεν μπόρεσε ποτέ να σταματήσει ένα όνειρο να εξελιχθεί σε εφιάλτη. Η άρνηση της γείωσης του συναισθήματος  στην πραγματικότητα, η εναντίωση στην συμμετοχή και στην συναναστροφή καθώς και η απόρριψη  της υπάρχουσας κατάστασης, δεν θα μπορούσαν να εξαιρούνται…

Έτσι δεν έχει καμία σημασία εάν βιώσουμε τον εφιάλτη (και το τσάκισμα) με την αθώα παιδικότητα και τον λυρισμό ενός ρομαντικού ονειροπόλου για τον οποίον «το μυστηριώδες σύμπαν εξαφανίστηκε, κι αυτός μαζί του…. Έχοντας την εντύπωση πως έπεσε από μια γιγάντια σφαίρα με άπειρες διαστάσεις, για να προσγειωθεί μέσα σε μια μάντρα εν μέσω μιας τρομακτικά άγονης πεδιάδας, ότι πέρασε από την κατάσταση της ονειροπόλησης, της αρρωστημένα παιχνιδιάρικης, στην αφύπνιση εν μέσω της ερήμου, εκεί όπου τα πράγματα, εκτός από την υλική τους πραγματικότητα, δεν υπομένουν τίποτε άλλο…συνειδητοποίησε πως πάνω σε αυτή τη γη, δεν υπήρχε θέση για τίποτε άλλο εκτός από αυτό που έφερε στο φλοιό της.»  ή σαν μια «κατάθεση» μίας δικαιολογημένα υστερικής ψυχής, που, επιτέλους, ξεκουράζεται ομολογώντας πως «…είχαμε σπάσει, λεηλατήσει όλα όσα μπορούσαμε και μετά ξαναγυρίσαμε στο σημείο απ’ όπου είχαμε ξεκινήσει, δίχως ποτέ να κόβουμε ταχύτητα με την τυφλή ευχαρίστηση της καταστροφής να μας υποχρεώνει να υπερβαίνουμε τους εαυτούς μας και ακόρεστοι προχωρούσαμε μέσα στα συντρίμμια, προσθέτοντας νέα στρώματα υλικών στα απορρίμματα, ριχτήκαμε στον μικροπρεπή και οικτρά απατηλό βούρκο της υποταγής και της παραίτησης, για να υπηρετήσουμε αυτό που δεν έβρισκε καμία δικαιολογία. Μέσα μας το ξέσπασμα της φονικής μανίας, η κακοήθης ανακούφιση, η πάλλουσα μέθη της αντίστασης δεν ήταν πια πάρα ένα πνιγηρό βάρος κι ένας προκλητικός παραλογισμός.»

Σε αυτό τον κόσμο, οι κοινωνίες που τον συνθέτουν, διαφέρουν μόνο ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των βιομηχανοποιημένων αισθημάτων που επιλέγουν να επενδύσουν. Το παραγόμενο προϊόν για τις υπάρξεις τους είναι πάντοτε και με κάθε κόστος…ο ίλιγγος. Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να μην «βιώνουμε ως νίκη, αυτά που στην πραγματικότητα είναι μια οδυνηρή ήττα;».


* Τα κείμενα εντός εισαγωγικών είναι αυτούσια αποσπάσματα του βιβλίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου