Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

#5. -Σε εσάς που με ακούτε: Πεθαίνω σαν Χώρα...




«….Ο πόλεμος που με σύντομα διαλλείματα παραπλανητικής εκεχειρίας, κρατούσε πάνω από χίλια χρόνια, είχε πάρει τους τελευταίους μήνες μια τελεσίδικη τροπή κι έδειχνε να κατευθύνεται προς την επιταχυνόμενη και μοιραία πια προσέγγιση ενός τέλους…


Οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη με έναν πυρετώδη ρυθμό αλληλουχίας αποτυχιών, εγκλημάτων κι αναρίθμητων μορφών ανικανότητας που έφτανε στα όρια της πνευματικής παραλυσίας, ενώ φρενιασμένοι οπαδοί πεθαμένων πολιτικών αρχηγών τους έβγαλαν από τους τάφους τους και κρατώντας τους ψηλά τους περιέφεραν στους δρόμους ζητώντας με εξτρεμιστικά συνθήματα την επαναφορά τους στην ενεργή πολιτική γιατί μόνο αυτοί θα γλίτωναν τη Χώρα από την ολοκληρωτική της εξαφάνιση.
Κι όταν ένα πρωί μαθεύτηκε η αυτοκτονία δύο στρατηγών συγχρόνως, δεν αμφέβαλλε κανείς πια ότι ο ξένος στρατός θα περνούσε από ώρα σε ώρα τα σύνορα…Η Χώρα όμως, ήταν περικυκλωμένη κι απ’ το άυλο αλλά ακατάλυτο υφάδι των φρικιαστικών εγκεφαλικών διαταραχών των στρατιωτών της...»*

Αυτοί -οι μοσχοαναθρεμμένοι υπερασπιστές της-  έχαναν διαρκώς μάχες και τα μέτωπα κατέρρεαν γρήγορα σαν τραπουλόχαρτα. Παρά την αφιλότιμη και ιδιοτελή προσπάθεια εμψύχωσης του στρατεύματος, των γνωστών νεκρόφιλων, αβανταδόρων παλαμάκηδων, που έδιναν την δική τους μάχη στο εσωτερικό της χώρας, μέσω των στιβαρών μηχανισμών προπαγάνδας του Συστήματος,το μάταιο της αντίστασης γινόταν ολοένα πιο ξεκάθαρο στις τάξεις των αρνητών της πραγματικότητας. Το κατεργασμένο συνονθύλευμα των σφετεριστών  εννοιών όπως η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η ισότητα, που  αυτοπροσδίοριζονταν είτε βαπτίζονταν από το Σύστημα και την εξουσία του ως «φίλοι» και «προστάτες» του, δεν είχε καμιά ελπίδα. Απορροφούνταν άδοξα από τον Ξένο Στρατό ή απλά το έβαζαν στα πόδια.

Άλλωστε,

τί περισσότερο θα μπορούσε να περιμένει κάποιος, από τα «παιδιά» ενός Συστήματος που είχε ως αξιακά θεμέλια το δίκαιο του ισχυρού, την λογική της εξαπάτησης, τον πρότυπο καταναλωτισμό, την προστασία των αγορών και όχι των ζωών, την διαρκή αναπαραγωγή στερεοτύπων και διακρίσεων, τον πολυεπίπεδο ανταγωνισμό ως κυρίαρχη μορφή εξέλιξης, την αριστεία στην ανάπτυξη κι εξέλιξη μηχανισμών κι εργαλείων για την εξασφάλιση της συνέχειας του ολοκληρωτισμού του κατακερματισμού των ανθρωπίνων χαρακτηριστικών ;

Τί στρατό θα μπορούσε να δημιουργήσει και τί είδους στρατιώτες θα μπορούσε να εκθρέψει η αέναη, πανανθρώπινη, δισυπόστατη εξουσία Χρήμα-Θρησκεία (εφαρμοσμένη από την εκάστοτε κυβέρνηση σε διαφορετικές δοσολογίες, πάντοτε ανάλογα με τον τόπο και τον χρόνο) πέρα από, πωρωμένα δίποδα, μεθυσμένους κοινωνούς του αίματος που αναβλύζει το χρυσοποίκιλτο καθαγιασμένο δισκοπότηρο της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Φορείς συντηρητισμού, ρατσισμού, φασισμού, ομοφοβίας, ξενοφοβίας, σεξισμού. Εξτρεμιστές, των πιο ανούσιων και αθλιότερων, διχαστικών ευφυολογημάτων αυτό της φιλ-ελευθερίας και της φιλ-ανθρωπίας, όπως ορίζει το Χρήμα την ελευθερία και η Θρησκεία την ανθρωπιά.

«Και όπως μαραζώνει, φτύνοντας αίμα μια ψυχή κι εκλιπαρεί…να ξοφλήσει μια ώρα αρχύτερα για να πάρουν τέλος τα σεκλέτια της γιατί δεν είναι αυτή ζωή, έτσι ακριβώς και η Χώρα ολόκληρη ένιωθε να εισβάλλει μέσα της, με  την διεισδυτική ευθύτητα πολιορκητικού πέους, ο Ξένος Στρατός, σα μια δύναμη ικανή να την γλιτώσει από το βραχνά της που ήταν για την ίδια ο εαυτός της.»*

Ο Ξένος Στρατός...
 Αυτός που με τόση ευκολία καταβρόχθιζε τους ηρωικούς στρατιώτες και τους υπέρλαμπρους επικεφαλής τους και άλωνε την Χώρα από παντού, δεν ήταν καθόλου ξένος. Γιγαντωνόταν στο εσωτερικό της Χώρας, παράλληλα με την εξέλιξη της και καθόλου ανταγωνιστικά ως προς αυτή. Γι’ αυτό και ήταν τόσο αποτελεσματικός.
Τα βιώματα και η καθημερινότητα: Η φτώχεια, η πείνα, η εξαθλίωση και ο θάνατος. Το αίσθημα μιας διαρκούς ταπείνωσης, αδικίας, εξευτελισμού και διασυρμού. Η ανθρώπινη φθορά. Η απομόνωση και η μοναξιά. Η αγωνία για το επέκεινα της ζωής και η αίσθηση πως αυτή εξελίσσεται σε έναν προθάλαμο θανάτου. Η σκληρότητα και ο γενικευμένος παραλογισμός.
Τα τελευταία ψήγματα ανθρωπιάς και λογικής: Η ενσυναίσθηση πως δεν υπάρχουν «βάρβαροι» που διεκδικούν/φθονούν τις λιμασμένες μας ζωές παρά μόνο οι αντανακλάσεις μας σε έναν καθρέπτη που αναπαράγει εικόνες μας από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας. Εμείς είμαστε οι βάρβαροι, το Σύστημα μας δημιουργεί τον φόβο τους. Η συνειδητοποίηση πως εξαντλώντας τις ανθρώπινες αντοχές μας στην κάλυψη βασικών αναγκών, όπως η τροφή και η στέγη, δεν διαφέρουμε στο παραμικρό από τους θεσμοθετημένους σκλάβους/δούλους που το Σύστημα αψιδώνεται πως κάποτε απελευθέρωσε.

«Οι περισσότεροι άρχισαν να μαζεύουν ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν σχηματίζοντας τεράστιες πομπές σαν τις πεισματικές γραμμές των μυρμηγκιών…Θα νόμιζε κανείς ότι από τη μια στιγμή στην άλλη(είχε κρατήσει όμως αιώνες αυτή η διαδικασία) κάποια ριζική κι αμετάκλητη αλλαγή είχε συντελεστεί στον φυλετικό πυρήνα όλου αυτού του κόσμου…Εκείνες τις ώρες πραγματοποιήθηκε ουσιαστικά η μετάβαση από τον ένα ιστορικό κύκλο στον άλλο, αμετάκλητα.»*

Τέτοιες εναλλαγές ανάμεσα σε ιστορικούς κύκλους έχουν συντελεστεί αμέτρητες φορές έως τις ημέρες μας. Η κίνηση αυτή μας είναι γνώριμη και θα μπορούσε να πει κάποιος πως την κουβαλάμε μέσα μας. Εκείνο που έχει σημασία κάθε φορά, είναι το τί ακριβώς παίρνουμε μαζί μας σε κάθε τέτοια μετάβαση γιατί αυτά-που κουβαλάμε- θα καθορίσουν και πάλι σε μεγάλο βαθμό την διαμόρφωση και του επόμενου ιστορικού…σχήματος.

Ο ενδελεχής λογοτεχνικός ρεαλισμός που διαπνέει την «τριλογία του ξένου» (Η Νίκη, Ο Ουρανός Κατακόκκινος, Σε Εσάς που με ακούτε) της Λούλας Αναγνωστάκη, μέσα από το λιτό και ανεπιτήδευτο ύφος της, αποδίδει μια κρυστάλλινη εξεικόνιση του ατόμου και του ψυχισμού του κάθε φορά που υποβάλλεται σε κάποια διαδικασία μετάβασης (χωρίς να έχει σημασία εάν αυτή ονομάζεται προσφυγιά, μετανάστευση, ξενιτιά, κοινωνικός μετασχηματισμός).

Κάθε άνθρωπος κουβαλάει τα πάθη του, κι αυτά αποτελούν τη μαγιά σε κάθε νέο  επινόημα.

Και καταλήγει σε μια συγκλονιστική διατύπωση : «Γι αυτό όμως πρέπει προηγουμένως οι παλιοί άνθρωποι κι αυτοί οι τρομαγμένοι λαοί να εξαφανιστούν οριστικά. Με τον πιο φριχτό τρόπο. Κανένα έλεος για μας που αιώνες ολόκληρους βασανιστήκαμε, συρθήκαμε σε άσκοπους πολέμους, σε επαναστάσεις, νικήσαμε και νικηθήκαμε. Εμείς… Οι αισθηματικοί άνθρωποι. Οι ευσυγκίνητοι, οι άπληστοι για ζωή. Εμείς. Οι αφύλακτοι αριστοκράτες της Ιστορίας. Πρέπει να εξαφανιστούμε απ’ άκρου εις άκρον της γης αφού το νέο είδος… Ας μου έλεγε κάποιος πως αυτό θα ήταν το τέλος μου και δε είχα γεννηθεί ποτέ.»**

Για να υπάρξει ένα πραγματικό «νέο είδος», για να δοθεί ένα τέλος στους φαύλους κύκλους της ιστορίας, για να ξεφορτωθούμε το αρνητικό φορτίο της διαχρονικότητας ως προσδιορισμό μιας ανακυκλωμένης πραγματικότητας, θα πρέπει παρέα με τα  σκυλεμένα πτώματα των «ηρωικά» -υπέρ Συστήματος- πεσόντων στρατιωτών, αξιωματικών, στρατηγών,  κυβερνητών  να αφήσουμε πίσω μας και αρκετούς από εμάς με τα πάθη μας… Να μην επαναλάβουμε το ίδιο λάθος. Να μην κουβαλήσουμε τις παραφυάδες του Συστήματος που θα εξελιχθούν και πάλι σε ρίζες όπως κάθε φορά.

Να αφήσουμε πίσω ,
αυτούς που  στην ολοφάνερα στημένη και  άνιση αναμέτρηση της επιβίωσης, που προσφέρουν οι όροι του Συστήματος, παλεύουν  να διατηρήσουν ανύπαρκτες  ισορροπίες , να γεφυρώσουν χάσματα, να ξεθυμάνουν πάθη. Γιατί το μόνο που επιδιώκουν είναι να ξεφύγουν οι ίδιοι από τον σωρό των καταπιεσμένων.  Τους ειρηνοποιούς που απεργάζονται την συμφιλίωση  ανάμεσα στον λύκο…και το πρόβατο.

Να αφήσουμε πίσω,
αυτούς που επιλέγουν την άγνοια σε τέτοιους καιρούς που η γνώση για οτιδήποτε σημαίνει μόνο θέληση για την απόκτησή της. Που αυθυποβάλλονται σε όλες τις πιθανές και απίθανες διαδικασίες ύπνωσης που προσφέρει η κυρίαρχη υποκουλτούρα με μοναδική επιδίωξη την διαρκή καταστολή των νοητικών και συναισθηματικών δυνατοτήτων τους. Τα  αξιολύπητα, χαρούμενα πρεζόνια της ανοησίας.

Να αφήσουμε πίσω,
αυτούς που όντας ανήμποροι να αντέξουν τα υστερνά τους, παραλυμένοι από φόβο για τα ίδια τα βήματα τους, τρομοκρατημένοι από τις ακούσιες, ενδόμυχες, σκέψεις τους και τις έντονες επιθυμίες τους, βαδίζουν –φωναχτά και γρήγορα- μονάχα τις νύχτες, κραδαίνοντας τεράστιους προβολείς και θρυμματίζοντας καθρέφτες… Τους σκοταδόψυχους υπνοβάτες των ηλιόλουστων ημερών μας.

Να αφήσουμε πίσω,
αυτούς που κουνούν νευρικά το επαναστατημένο τους δάχτυλο, σε μια σπαρακτική επίδειξη αυτοπεποίθησης κι ενδιαφέροντος για τα «κοινά» και το «κοινό καλό και δίκαιο». Που δεν υπήρξαν, ποτέ, αρκετά ατομιστές για να αφοσιωθούν στην διαμόρφωση μιας άποψης και που ήταν, πάντοτε, υπερβολικά δειλοί να γνωρίσουν την έννοια του «κοινού» συμμετέχοντας σε οτιδήποτε.  Που ευαγγελίζονται «το κοινό καλό και δίκαιο» όπως ακριβώς τους το μετέφεραν κάποιοι άλλοι να το λένε. Που ουρλιάζουν για τον πόνο του άλλου, που προκαλούν πάντοτε κάποιοι άλλοι, αγνοώντας με θράσος την οδύνη και τον ζόφο που διαχέουν οι ίδιοι. Τους «φέροντες» τα Δόγματα.

Να αφήσουμε πίσω,
αυτούς που επιλέγουν να ζουν στα όνειρα τους, τροφοδοτώντας καθημερινά την τρομακτική πραγματικότητα τους, μόνο και μόνο για να συνεχίσουν να ονειρεύονται. Γιατί είναι δειλοί, αφελείς και εγωιστές κι αυτός ο συνδυασμός πέρα από άχρηστος είναι συνάμα κι εύλογα επικίνδυνος. Τους Υπάρχω μόνο στα όνειρά μου.

Και τέλος να αφήσουμε πίσω,
αυτούς με τα λεηλατημένα βλέμματα. Γιατί στο βλέμμα κατοικούν τα τελευταία ψήγματα ανθρωπιάς και λογικής και το βλέμμα είναι κυριολεκτικά ένα κάστρο απόρθητο. Εάν είναι λεηλατημένο σημαίνει πως παραδόθηκε. Γιατί ενώ πρόκειται για ερημωμένες υπάρξεις, αυτές νομίζουν πως έχουν μεγαλοπρέπεια. Έστω κι αυτή του κενού. Τους μπάλα, φράγκα, γκόμενες, βυζιά και κώλοι και Τις μόδα, φράγκα, γκόμενοι κι αγαπητό μου ημερολόγιο.

Ίσως, με αυτόν τον τρόπο, έχει περισσότερες πιθανότητες ο Άνθρωπος του Μέλλοντος να μην αποτελέσει έναν ακόμα Άνθρωπο του Παρελθόντος…

«Μισώ αυτή τη χώρα. Ναι τη μισώ, τη μισώ. Είναι νεκρόφιλη, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός, ξεπουλημένη, ψειριάρα, φαρμακοδότρα, παιδοκτόνα και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θά ΄θελα να ζήσω, θά ΄θελα να μπορούσα να ζήσω…»*



*Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Δημητριάδη, «Πεθαίνω σαν Χώρα», εκδόσεις Άγρα 1978


**Απόσπασμα από το θεατρικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, «Σε εσάς που με ακούτε», Εκδόσεις Κέδρος 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου